προεμπειρικός

προεμπειρικός
-ή, -ό
αυτός που δεν έχει σχέση με την πείρα, που ανήκει στον ορθό λόγο, που υπήρξε πριν από κάθε εμπειρία: Ο χώρος και ο χρόνος είναι προεμπειρικά στοιχεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προεμπειρικός — ή, ό, Ν (φιλοσ.) αυτός που υπάρχει ή γίνεται πριν από κάθε εμπειρία, ο άσχετος προς την εμπειρία, αυτός που ανήκει στον καθαρό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + εμπειρικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”