- προεμπειρικός
- -ή, -όαυτός που δεν έχει σχέση με την πείρα, που ανήκει στον ορθό λόγο, που υπήρξε πριν από κάθε εμπειρία: Ο χώρος και ο χρόνος είναι προεμπειρικά στοιχεία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.